τολμητίᾳ

τολμητίᾳ
τολμητίαι , τολμητίας
masc nom/voc pl
τολμητίᾱͅ , τολμητίας
masc dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τολμητία — τολμητίᾱ , τολμητίας masc nom/voc/acc dual τολμητίας masc voc sg τολμητίᾱ , τολμητίας masc voc sg (attic) τολμητίᾱ , τολμητίας masc gen sg (doric aeolic) τολμητίας masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμητίας — τολμητίᾱς , τολμητίας masc acc pl τολμητίᾱς , τολμητίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμητίαν — τολμητίᾱν , τολμητίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) τολμητίας masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τολμητίαι — τολμητίας masc nom/voc pl τολμητίᾱͅ , τολμητίας masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”